ροσμπίφ

ροσμπίφ
το ακλ. ростбиф

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ροσμπίφ" в других словарях:

  • ροσμπίφ — το, Ν έδεσμα τής κατσαρόλας από κοκκινιστό βοδινό κρέας με καρυκεύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. roast beef «ψημένο βοδινό»] …   Dictionary of Greek

  • ροσμπίφ — το (λ. αγγλ.), άκλ., φαγητό από βοδινό κρέας με διάφορα καρυκεύματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»